ὑπηρεσίας

ὑπηρεσίας
ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία
body of rowers
fem acc pl
ὑπηρεσίᾱς , ὑπηρεσία
body of rowers
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αντιποίηση — Στη νομική ορολογία, α. αρχής ή υπηρεσίας καλείται όταν ένα άτομο εμφανίζεται, χωρίς να είναι, φορέας δημόσιας ή δημοτικής υπηρεσίας, καθώς επίσης και υπηρεσίας λειτουργού της επίσημης ή άλλης γνωστής στην Ελλάδα θρησκείας και του δικηγορικού… …   Dictionary of Greek

  • υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …   Dictionary of Greek

  • βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • έφορος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος (Κύμη Αιολίδας 405 – 330 π.Χ.). Γιος του Δημόφιλου και μαθητής του Ισοκράτη. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες και είχε πρώτος την ιδέα να συγγράψει παγκόσμια ιστορία. Το έργο του, με τον τίτλο Ιστορίαι, σε 30… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των …   Dictionary of Greek

  • δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …   Dictionary of Greek

  • δυσμαί — αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η Α δωρ. τ. και δυθμή) 1. το μέρος τού ορίζοντα που δύει ο ήλιος («προς δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» προς τα δυτικά) 2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς τού βίου του, τής στρατιωτικής του υπηρεσίας»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”